-
1 оранжерея
-
2 теплица
-
3 домик
το σπιτάκι· вегетационный - το θερμοκήπιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > домик
-
4 оранжерея
το ανθοκήπιο, το θερμοκήπιο, ο ανθότοπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оранжерея
-
5 парник
το θερμοκήπιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парник
-
6 теплица
το θερμοκήπιο-чный του θερμοκηπίου, θερμοκηπιακόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теплица
-
7 оранжерея
оранжереяж τό θερμοκήπιο[ν], ἡ σέρρα. -
8 теплица
тепли||цаж τό θερμοκήπιο[ν], ἡ σέρρα. -
9 оранжерея
[αρανζυριέγια] ουσ. θ. θερμοκήπιο -
10 теплица
[τιπλίτσα] ουσ. θ. θερμοκήπιο -
11 оранжерея
[αρανζυριέγια] ουσ θ θερμοκήπιο -
12 теплица
[τιπλίτσα] ουσ θ θερμοκήπιο -
13 оранжерея
-и θ.θερμοκήπιο. -
14 парник
-а α.θερμοκήπιο. -
15 паровой
-
16 теплица
-ы θ.θερμοκήπιο.
См. также в других словарях:
θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που … Dictionary of Greek
θερμοκήπιο — το 1. κλειστός χώρος όπου, με τη δημιουργία κατάλληλου τεχνητού κλίματος, καλλιεργούνται διάφορα φυτά. 2. μτφ., χώρος ή περιβάλλον όπου ευνοείται η εμφάνιση και ανάπτυξη ορισμένων ιδεών ή τάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek
ανθόκηπος — ο και ανθοκήπιο και κήπι, το κήπος η θερμοκήπιο όπου καλλιεργούνται καλλωπιστικά φυτά … Dictionary of Greek
βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… … Dictionary of Greek
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek
σέρ(ρ)α — η, Ν (ξεν. λ.) το θερμοκήπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. serra] … Dictionary of Greek
φρέζια — (φρεεσία η καμπτή). Καλλωπιστικό φυτό, που είναι ονομαστό κυρίως για τα άνθη του. Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι πάρα πολλές. Ανήκει στην οικογένεια των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα) και κατάγεται από τη νότια Αφρική. Τα φύλλα του είναι… … Dictionary of Greek
βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… … Dictionary of Greek
Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… … Dictionary of Greek